ἐγγενάω
1 en v. act. generar, producir
φαντασίαν ... τοῖς ἀκούουσινPorph.in Harm.10.7,
φόβονChrys.M.64.464B,
πίστινPs.Nonn.Comm.in Or.5.3.
2 en v. med.-pas. generarse, desarrollarse
μυελός, ὅτι μεμυκόσι τοῖς ὀστέοις ἐγγενᾶταιEt.Gud.s.u. μυελός.