Ἅλιος 1
,
Ἅλιος 2
.
< Ἄλιος
Ἅλιος >
Ἅλιος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[ᾰ-]
mit.
Halio
1
licio muerto por Odiseo
Il
.5.678.
2
hijo de Alcinoo
Od
.8.119.
< Ἅλιος
ἁλιοσταφίς >
Ἅλιος
v. Ἥλιος.