< ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω >
Ἁρματίτης
,
-ου, ὁ, ἡ
1
Harmatites
otro n. de la ciu. de Harmata en la India St.Byz.s.u.
Ἅρμα
; cf. Ἅρματα.
2
harmateno
ét. de Ἅρματα St.Byz.s.u.
Ἅρμα
.