< Ἀστάκιος
ἀστᾰκός >
Ἀστᾰκίς
,
-ίδος
adj. fem.
de Ástaco
,
astácide
λίμνη
Nonn.
D
.14.327, 387,
Νύμφαι
Nonn.
D
.15.170, 380, cf. 48.567.