Ἀρεθούσιος 1
,
Ἀρεθούσιος 2
.
< Ἀρέθουσα
Ἀρεθούσιος >
Ἀρεθούσιος
,
-ου, ὁ
Aretusio
aten., D.53
passim
.
< Ἀρεθούσιος
ἀρέθω >
Ἀρεθούσιος
,
-ον
aretusio
1
ὕδωρ
de la fuente Aretusa de Sicilia
AP
9.362.18.
2
ét. de las ciu. Aretusa, St.Byz.s.u.
Ἀρέθουσα
.