< Ἀπολιναριαστής
Ἀπολιναριστής >
Ἀπολιναρίζω
graf. por Ἀπολλ-
ser seguidor de Apolinario
Leont.H.
Nest
.M.86.1752B, Io.Caes.2.5.14 (v. Ἀπολλινάριος
3
).