< Ἀπολιναρίζω
ἀπόλινον >
Ἀπολιναριστής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
-ιανός
Gr.Naz.
Ep
.125;
-ιαστής
Ath.Al.M.28.1249C
graf. por Ἀπολλ-
seguidor de Apolinario
,
apolinarista
Gr.Naz.
Ep
.125, l.c., Ath.Al.l.c. (v. Ἀπολλινάριος
3
).