< Ἀννίτης
Ἀννίχωρον >
Ἀννίχωροι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Ἀννίχωρες
anicoros
ét. de Anicoron, St.Byz.s.u.
Ἀννίχωρον
.