< ἄννισ-
Ἀννίχωροι >
Ἀννίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀννιανός
anita
,
aniano
ét. de Ἄννα
3
, St.Byz.s.u.
Ἄννα
.