< ἀνηρῐτοτρόφος
ἀνηρός >
Ἀνηροέστης
uel
Ἀνηρόεστος
,
-ου, ὁ
Aneroestes
o
Aneroesto
rey de los celtas gesates, III a.C., Plb.2.22.2, 26.5, 31.2.