< Ἀνηροέστης
ἀνηροσίη >
ἀνηρός
,
-ή, -όν
1
penoso
,
molesto
ὀρθόπνοια
Ph.Tars. en Gal.13.267.
2
ἄνηρον· ἄβλαπτον
EM
108.22G.