< Ἀμιτερνῖνος
ἄμιτρος >
Ἀμίτερνον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
Ἀμιτέρνη
D.H.1.14, 2.49
Amiternon
ciu. de la Sabinia, hoy Amatrice
, Str.5.3.1, Ptol.
Geog
.3.1.59.