< Ἀμίτερνον
Ἀμιτροχάδης >
ἄμιτρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que no tiene ceñidor
e.d.
no nubil
παῖδες
Call.
Dian
.14, cf.
ἄμιτρα· cret. μικρά
Hsch.