< ἄμεναι
ἀμενηνός >
Ἀμένας
,
-α, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀμένανος
Str.5.3.13; ὁ
Ἀμενανὸς
ποταμός St.Byz.s.u.
Κατάνη
Amenas
río de la costa oriental de Sicilia, hoy Giudicello, Pi.
P
.1.67, Str.l.c., St.Byz.l.c.