ἀμενηνός, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Hp.Mul.1.5, Opp.H.2.58, Plot.6.6.18]


A I 1de muertos, figuraciones y sueños que carece de la fuerza vital, fantasmagórico νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.10.521, 536, 11.29, cf. Ar.Fr.222, Luc.DMort.20.2, νεκύων ἀμενηνὸν ἄγαλμα E.Tr.193, δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων Od.19.562, (ὄναρ) ἀμενηνόν τε ὄντως Them.Or.21.263c, (εἴδωλα) ἀμενηνὰ γὰρ καὶ ἀσθενῆ Plot.3.6.7, cf. ὕστερον αὖτ' ἀμενηνὸς ἀπείρονι κάππεσε δούπῳ A.R.4.1688.

2 de pers. debilitado, flojo, sin vigor debido a heridas o enfermedad ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι Il.5.887, ἰσχνοῖσί τε ἐοῦσι καὶ ἀμενηνοῖσι Hp.Prorrh.2.30, λεπτὴ καὶ ἀμενηνὴ (la mujer) ἐκ τῶν ἐπιμηνίων Hp.Mul.1.5
de los hombres op. los dioses φῦλ' ἀμενηνὰ χαμαιγενέων ἀνθρώπων h.Cer.352
de ciertos pueblos o razas Πυγμαῖ[οι] ἀμενηνοί Hes.Fr.150.18, σκιοιδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Au.686
gener. débil, desdichado μή με ζῶντ' ἀμενηνὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἐάσῃς ναίειν h.Ven.188, ἀμενηνὸν ἄνδρα S.Ai.890, γέρων ὡσείτ' ἀμενηνός Mosch.4.113
impotente (Ἀφροδίτης) ἔργα πρὸς ἰμερόεντα ... ἀμενηνὸν ἐόντα (φῶτα) Orph.L.470.

II 1de animales, plantas, abstr. débil εἰσὶ δ' οἱ ἄκεντροι (σφῆκες) ἐλάττους καὶ ἀμενηνότεροι Arist.HA 628b4, (νάρκη) μαλακή τε δέμας καὶ πᾶσ' ἀμενηνή Opp.H.2.58, τὰ δὲ κλήματα ἀμενηνὰ διὰ τὴν τῆς τροφῆς ἀσθένειαν Thphr.CP 3.14.5, cf. HP 4.12.2, Orph.A.916, οἱ μιμούμενοι ἀμενηνῇ τῇ φωνῇ μιμοῦνται Arist.Pr.899a30, cf. 31, ἀμενηνὴ ἡ ζωὴ τοῦ ζῴου αὐτοῦ Plot.6.6.18, τῷ τὰς κινάσιας ἀμενηνοτέρας γίγνεσθαι Ti.Locr.100c.

2 del agua, fuego, luz, etc. sutil, inconsistente τὸ δὲ φύλλον (ἔχουσα) λεπτότερον καὶ ἀμενηνότερον ἡ παραλία (πεύκη) Thphr.HP 3.9.1, φόως ἀ. Arat.786, ἀμενηνὰ φέρεσθαι debilitarse (la luz de las estrellas), Arat.1016, σκιαί Ph.2.215, πῦρ Ph.2.564, ἀμενηνότερον πάντων εἶναι τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο Arr.Ind.6.3.

3 anulado εἰναετῆ λώβην ἀμενηνὸν ἔθηκας sanaste una dolencia de nueve años Orph.L.348.

III 1neutr. como adv. débil, vacilante, imprecisamente μηδ' ... σκοπιὴν ταύτην ἀμενηνὰ φυλάσσειν no vigiles este examen (astronómico) de manera imprecisa Arat.883, εἰ ... ἀμενηνὰ φαείνοι si brilla vacilantemente Arat.905.

2 neutr. como adv. apagadamente (τὠφθαλμὼ) ἀμενηνὸν ὁρῶντας (los ojos) que miran apagadamente Philostr.Iun.Im.17.1.

3 adv. -ῶς débilmente ἀμενηνῶς γὰρ καὶ ἐκλύτως πρόσεισι τῇ ἁφῇ Agathin. en Gal.8.938.

B no permanente (por falsa etimología a partir de μένω) αἴτιον δέ ἐστι τὸ ἀμενηνὰς ταύτας εἶναι (τὰς κατηγορίας) Simp.in Ph.832.12.