< Ἀμβρακίς
Ἀμβρακιῶτις >
Ἀμβρᾰκιώτης
,
-ου
• Alolema(s):
Ἀμπρᾰκιώτης
Hdt.8.45, Th.2.80, 3.108, 111
ambraciota
ét. de Ambracia, Plb.4.61.2, Call.
Fr
.665,
Epigr
.23.1,
μάντις Ἀ.
X.
An
.1.7.18.