< Ἀμβρᾰκιώτης
ἀμβρακόομαι >
Ἀμβρακιῶτις
,
-ιδος
• Alolema(s):
Ἀμπρακιῶτις
Th.1.48
fem.
ambraciótide
,
de Ambracia
νῆες
Th.l.c., X.
HG
5.4.65,
τριήρεις
X.
HG
5.4.66.