< ἄμβροτος
Ἄμβρυσος >
Ἀμβρυσεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Ἀμβροσσεύς
Paus.10.36.1;
Ἀμφρύσιος
Lyc.900;
Ἀμφρυσεύς
St.Byz.s.u.
Ἄμφρυσος
ambriseo
ét. de Ambriso, Lyc.l.c., Str.9.3.16, Paus.l.c., St.Byz.l.c.