< ἀκροθίνιον
Ἀκρόθῳον >
Ἀκροθωίτης
,
-ου
• Alolema(s):
tb.
Ἀκρόθωος
acrotoíta
o
acrotóo
ét. de Acrotoo, St.Byz.s.u.
Ἀκρόθωοι
.