< Ἀθαμαντικός
Ἀθᾰμαντίς >
Ἀθᾰμάντιος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
de Atamante
Ἀ. τὸ πεδίον
la llanura de Ftía
A.R.2.514, tb. de la llanura beocia, Paus.9.24.1.