< ἀθάρη
ἀθαρής >
Ἀθάρη
,
-ης, ἡ
• Alolema(s):
Ἀθάρα
Str.16.4.27
Atara
n. gr. de la diosa siria
Atargatis
Str.l.c., Xanthus 17b (pero
ἀθάρη
Hsch.
α
8178, cf. Ἀταργάτις, ἀτταγάθη).