< Ἀθάρη
ἀθαρίζει >
ἀθαρής
,
-ές
1
ἀ.· ἄφθορος ἐπὶ γυναικός, ἐπὶ δὲ σιδήρου στερεός
Hsch.
2
adv. -έως
con precisión
Hsch., cf. ἀθερής.