< Ἀδραστεύς
*Ἀδράστιος >
Ἀδραστίδης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀδραστεῖδαι
Sch.Pi.
O
.2.80b
descendiente de Adrasto
Pi.
O
.2.45, Hdn.Gr.2.275, Sch.Pi.l.c.