< Ἀδραστεΐς
Ἀδραστίδης >
Ἀδραστεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀδραστηνός
adrasteo
,
adrasteno
ét. de Adrastea, St.Byz.s.u.
Ἀδράστεια
.