ἅψις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Epid.7.5]


1 contacto ποδῶν ἅψιος οὐ πάνυ καταισθανόμενος Hp.l.c., δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον, εἰ μέλλει ἅ. εἶναι Pl.Prm.149a, αἱ σκολοπένδραι ... στόματι οὐ δάκνουσι, τῇ δ' ἅψει καθ' ὅλον τὸ σῶμα Arist.HA 621a11, ἡ κίνησις ὑπὸ τοῦ κινοῦντος, ἣ γίγνεται ἀπὸ τῆς ἅψεως Arist.Mete.386b1.

2 medic. ἅ. φρενῶν enajenación mental, demencia Hp.Acut.52, 63, Mul.1.63, ἅ. κεφαλῆς καὶ φρενῶν Aret.CA 1.1.9, ὡς μὴ ἅψιν φρενῶν ὁ οἶνος ποιέηται Aret.CA 2.3.11.