< ἅρμοσις
Ἀρμοσταῖος >
ἅρμοσμα
,
-ματος, τό
armazón
de la estructura de un barco
τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων
E.
Hel
.411.