ἅρμοσις, -εως, ἡ


1 mús. afinación ἁρμογή, μουσικὸν τοὔνομα, τιθέμενον ἐπὶ τῶν ἁρμόσεων, ἃς ποιοῦνται οἱ μουσικοί Phryn.PS 24.16.

2 de números armonía παγκάλως τε καὶ παραλλήλως ἡρμοσμένως πάσας ἁρμόσεις Theol.Ar.54.