< ἁδῐνός
ἀδιοβάντης >
ἅδιξις
,
-εως, ἡ
• Alolema(s):
tb.
γάδιξις
Hsch.
acuerdo
Hsch.
• Etimología:
Cf.
2
ἅδος, Ϝαδά.