ἄψαυστος, -ον
1 no tocado, intacto
ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ.Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6,
τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷονPh.2.14,
ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσαςNonn.D.17.49,
ἀψαύστοιο ... κορείαςAP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado
ὕδωρTh.4.97,
σφραγίςLyc.508,
χρήματαApp.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen.
ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχουςS.OT 969,
νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκόςA.R.2.113,
ἄψαυστοι τέκνωνque no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).