ἄψ
adv.
1 hacia atrás
ὁρόωνIl.3.325
•esp. c. verb. de mov. al lugar de origen, de regreso
ἂψ ἀπονοστήσεινIl.1.60,
ἂψ ἵππους στρέψαιIl.13.396, cf. 18.224,
ἂψ ἀναχάσσασθαιHes.Sc.336, cf. Q.S.4.252, 14.621,
ὃν γόνον ἂψ ἀνέηκεHes.Th.495,
ἄστερες ... ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδοςSapph.34.2
•reforzando a prep.
ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθονIl.8.456, cf. 1.220, 10.211, 15.418, Hes.Th.652,
ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργεIl.16.395,
ἂψ ἐπὶ Θεσσαλίην πόδας ἔτρεπεCall.Del.103.
2 de nuevo, a su vez, otra vez esp. c. verb. de acción
ἂψ διδόναιIl.22.277,
ἂψ ἀφελέσθαιIl.16.54,
ἂψ ἀπολύεινIl.6.427, cf. 9.120, 17.543, 23.349, Od.5.352, 9.314, 10.395,
ἄψ ... ἐλάμβανεTheoc.25.65
•c. αὖτις, πάλιν reforzando
ἂψ δ' αὖτις ... Ὀλύμπιος ... ὦρσενIl.8.335, cf. 15.364,
ἂψ πάλιν εἶσ' ἐπὶ νῆαςIl.18.280,
ἂψ δ' αὖτις κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ θρόνουOd.18.157,
πάλιν ἂψ ἀφέλοντοMan.6.259.
• Etimología: Forma igual al lat. abs.