< ἀχωρώδης
ἄψ >
ἄχωστος
,
-ον
no amontonado
,
no terraplenado
τοῦ κύκλου μέρος ... ἰσόπεδόν τε καὶ ἄχωστον διαλιπών
Hld.9.3.3.