ἄχυλος, -ον
insípido, sin olor o sabor
ἄχυλα καθάπερ ἔρια καὶ τὰ ἱμάτιαThphr.CP 6.19.4, de alimentos, Diocl.Fr.138,
ὕδωρOcell.21,
οἱ δὲ παλαιοὶ (πυροί) ... ἀχυλότεροιAth.Med. en Orib.1.2.14, de lechugas
ἄτροφοι καὶ ἀχυλότεραιDiph.Siph. en Ath.69f.