< ἄχυ
ἄχυλος >
ἀχυλία
,
-ας, ἡ
insipidez
,
insulsez
τὰς δυσωδίας καὶ τὰς ἀχυλίας καὶ τὰς μοχθηρίας τῶν χυλῶν
Diocl.
Fr
.138.