< ἀχάντιον
ἀχαοπόρφυρος >
ἄχαον
,
-ου, τό
dud. si graf. por ἀχαιο- sent. dud.
lana fina
ὀγκίας δύο ἀχάου
PAmst
.79.3, cf. 4 (IV/V d.C.); cf.
1
ἀχαία
2
.