ἀχαοπόρφυρος, -ον
dud. si graf. por ἀχαιο- sent. dud. de lana fina color púrpura o de púrpura aquea
δελματικομαφόριον ... ἀχαοπόρφυρονSB 11075.7 (V d.C.); cf. 1 ἀχαία 2, ἀχαιόσημος, ἄχαον.
δελματικομαφόριον ... ἀχαοπόρφυρονSB 11075.7 (V d.C.); cf. 1 ἀχαία 2, ἀχαιόσημος, ἄχαον.