ἄφθορος, -ον
I
ἄ. ὡς κούρη πρὸς πόσιν ἐρχομένηAP 9.229 (Marc.Arg.),
κοράσιαLXX Es.2.2, de niños y jóvenes
παῖςPhalar.Ep.70, de un atleta
ἄ. ἦνArtem.5.95, cf. Sor.59.15,
οὖρον ἀφθόρου παιδόςPHolm.23, 88, cf. PLeid.X.67, PMag.5.376, Euagr.Schol.HE 4.36, Gp.10.64.2, de un varón IUrb.Rom.1034 (I d.C.), Sud.s.u. παρθένιοι
•subst. neutr. τὸ ἄφθορον la virginidad
τὸ ἄφθορον ... ἐπὶ τῆς παρθενίας λεγόμενον σημαντικόν ἐστι τῆς ἐν αὐτῇ καθαρότητοςGr.Nyss.Virg.p.251.
2 puro espiritualmente
ἡ γὰρ ἄ. ψυχὴν παρθένος ἐστί, κἂν ἄνδρα ἔχῃChrys.M.63.202.
3 puro, no adulterado
γάλαBGU 1107.7 (I a.C.)
•puro, incontaminado
ἀήρD.S.1.12,
τὰς ἀρετὰς ἀφθόρους δοκεῖν εἶναιde las Musas, D.S.4.7.
II inmortal, imperecedero
ἄφθορα νεκύων κτήματα τὰ μόνα παραμένονταSEG 31.1072.3 (Heraclea del Ponto II/III d.C.),
τὸ δὲ ἀγένητον ... ἀπροσδεὲς καὶ ἄ. ἔσταιMeth.Creat.7.
III adv. -ως sin pérdida de virginidad
ἐκ παρθένου ἁγίας γεννηθεὶς ἀσπόρως τε καὶ ἀφθόρωςAristid.Apol.15.1, cf. Meth.Sym.et Ann.M.18.369C,
ἐκ μὲν τοῦ πατρὸς ἀχρόνως, ἐκ δὲ τῆς μητρὸς ἀφθόρωςde Cristo, Rom.Mel.57.θʹ.6.