< ἄφθονος
ἄφθορος >
ἀφθορία
,
-ας, ἡ
1
integridad
ἐν τῇ διδασκαλίᾳ
Ep.Tit
.2.7,
τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν διασαλεύει
Them.
in Ph
.82.22.
2
virginidad
,
castidad
αἰνείσθω σοι καὶ γάμος, πρὸ γάμου δ' ἀφθορία
Gr.Naz.M.37.634A.