ἄτρομος, -ον
I
θυμόςIl.16.163,
μένοςIl.5.126, 17.157,
ἀλκήA.R.3.1257,
ἦτορOpp.H.5.450,
κόρηLyc.1003,
ἀνήρNonn.D.22.216, cf. Opp.H.3.44, Nonn.D.1.281, 11.118, 26.138, 216,
σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσειςMosch.2.143, de animales
ἄ. ἔσσω λέωνNonn.D.26.27.
2 en sent. fís. firme, vigoroso
σῶμα ... ἄ.de Zeus, Orph.Fr.168.23,
Ὦ Φύσι ... ἄτρομεOrph.H.10.26
•medic. no tembloroso
ῥῖγος ἄ.escalofrío no acompañado de temblor Hp.Epid.4.45
•tenso
ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ τὰ νεῦρα γίγνεταιAret.CA 1.2.10
•firme
σφυγμοὶ ... ἄτρομοι, σφοδροίAret.CA 2.3.18.
3 sin sobresaltos, tranquilo, reposado
πλοΐηAP 9.107 (Leon.),
ἄ. ὕπνοςAP 6.69 (Maced).
II adv. -ως intrépidamente
ἀ. καὶ ἀδεῶςPlu.2.85d, cf. 474d,
θαρραλέως καὶ ἀτρόμως ὑπομεῖναι τὸ συμβαῖνονPlu.2.475f.