< Ἀτρόμητος
ἄτρομος >
ἀτρομία
,
-ας, ἡ
intrepidez
τὴν εὐγένειαν διὰ τῆς ἀφοβίας καὶ ἀτρομίας φανερὰν ἐποίουν
Eus.
HE
5.2.4.