ἄτριστος, -ον
• Grafía: graf. ἄτρη- Ps.Democr.p.51
alquim. no desgastable, indestructible al frotamiento
ἄτρηστον ποιεῖ τὸν κασσίτερονPs.Democr.l.c.,
μόλυβδον ... ἄρρευστον, ἄτριστονZos.Alch.161.8
•pero cf. ἄτρητος.
ἄτρηστον ποιεῖ τὸν κασσίτερονPs.Democr.l.c.,
μόλυβδον ... ἄρρευστον, ἄτριστονZos.Alch.161.8