ἄτριπτος, -ον
I
χεῖρεςOd.21.151
•no ejercitado
ἄτριπτοι καὶ ἀγύμναστοιPlu.2.499d,
οἱ ἄτριπτοι (sc. ἰατροί) περὶ τὰ τοιαῦταGal.2.685,
ἄ. πρὸς ταῦταPoll.5.145.
2 no triturado, no molido
μάζηHp.Int.27, Vict.1.35, 2.40, 3.68,
ἄτριπτοι ἄρτοιpanes poco amasados op. a οἱ σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr.927a22,
τὸ ἅλας ... ἄτριπτονsal gruesa, POxy.1222.2 (IV d.C.)
•subst. τὰ ἄτριπτα trigo sin trillar X.Oec.18.5.
3 no trillado, poco transitado, no hollado de caminos y lugares
κέλευθοςCall.Fr.1.28,
ἐν ἀτρίπτοισιν ἀκάνθαιςTheoc.13.64,
ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπόνAP 7.409 (Antip.Sid.), cf. Opp.H.4.68, Luc.Asin.16,
πέτροςAP 7.479 (Theodorid.),
ἄρουραNonn.D.5.236
•fig. inusitado de los caminos de la virtud, Ph.1.316,
ἱστορίαι ξέναι καὶ ἄτριπτοιArtem.4.63.
II no desgastable
ὀδόντες ... τὴν αἰχμὴν ἄτριπτοιPhilostr.VA 3.7.