< ἄσχολος
ἄσω· >
ἄσχυ
,
τό
jugo
espeso y negro
procedente del póntico
, árbol de Escitia, Hdt.4.23, cf.
ἄσχυ· ἀπόρευμα δένδρου
Theognost.
Can
.p.79.12.