ἄσχολος, -ον


I de pers.

1 ocupado, atareado ἀσχόλους εἶναι ... ἐς πᾶσαν σοφίην Hdt.4.77, ἄ. ... συγγόνου προσεδρία ocupado en asistir a un hermano E.Or.93, ἡ ... ζήτησις παρέχουσα ἄσχολον ἕκαστον Pl.Lg.832b, Θηβαίων δ' ἀσχόλων ὄντων D.3.27, ἀσχόλων διὰ τὸν Φωκικὸν πόλεμον D.10.47, διὰ ... τὸ μὴ πολλὴν οὐσίαν ἔχειν ἄ. Arist.Pol.1318b12, δι' ἀπορίαν χρημάτων ἀσχόλους D.H.2.9, ἄσχολον ὄντα ... πρὸς τοῖς ἔργοις Arist.Pol.1305a20, ἄ. ... πρὸς τῇ τῶν ναυτῶν ἀποστολῇ PSI 502.24 (III a.C.), περὶ σκηνὰς καὶ δεῖπνον ἀσχόλοις οὖσιν Plu.Tim.12, ἀσχόλοις οὖσιν ἐν αὐτοῖς Luc.Anach.30, ἄσχολοι πρὸς τὰ ἀναγκαῖα D.C.52.24.5, ἄσχολοι ... πρὸς τὰ ἔργα Iambl.Protr.20 (p.102), οὐκ ἠδυνάμεθά σοι γράψαι διὰ τὸ ἄσχολοι εἶναι PCair.Zen.538.3 (III a.C.).

2 que carece de tiempo libre c. inf. final εἰμὶ δ' ἄ. ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν me falta tiempo para ofrendar todo un largo discurso Pi.P.8.29, πάντα χρόνον ἄσχολον ποιεῖν ... ἐπιμελεῖσθαι Pl.Lg.831c, ἄσχολοι ... ἐπιβουλεύειν Arist.Pol.1313b20, δέον οὖν ἄ. ἦν λέγειν Phryn.389.

II de cosas

1 que no cesa, continuo κίνησις Arist.Cael.284a31.

2 que ocupa, que no deja tiempo libre πράξεις Arist.EN 1177b8.

III adv. -ως sin tiempo libre ἀ. ἔχειν περὶ ἀναγωγήν D.33.25, ἀ. ἔχειν πρὸς τὸ πρωτεύειν Aristid.Or.23.61.