< Ἀστῠδάμεια
ἀστυδίκης >
ἄστῠδε
adv.
hacia la ciudad
κέλομαι γὰρ ἔγωγε ἄ. νῦν ἰέναι
Il
.18.255, cf.
Od
.17.5, Alciphr.1.4.2, 11.1.