< ἄστῠδε
ἀστῠδρομέομαι >
ἀστυδίκης
,
-ου, ὁ
pretor urbano
ἀ., ὃν πάλαι πραίτωρα οὐρβανὸν ἔλεγον
Lyd.
Mens
.1.21.