ἄσκευος, -ον


1 no equipado ναῦται A.Fr.127, οὐ ψιλὸν οὐδ' ἄσκευον S.OC 1029, (τριήρης) IG 22.1623.267 (IV a.C.), γυμνὸς ἐκείνων καὶ ἄ. Luc.ITr.30, ἄ. ὁ ψιλός Poll.10.15, βίος de la vida ascética, Euagr.Schol.HE 2.9
c. gen. desprovisto de ἀσπίδων τε καὶ στρατοῦ S.El.36.

2 subst. οἱ ἄσκευοι tropas ligeras Paus.8.50.2.