ἄρριγος, -ον
• Alolema(s): ἄριγος Arist.Pr.959b17
1 insensible al frío
καὶ διὰ τοῦτο τοῦ σώματος ἀρριγότατον ὁ ὀφθαλμός ἐστινArist.Sens.438a22, cf. Pr.l.c.
2 que no tiene escalofríos
τὰ πολλὰ γὰρ ἔασι ἄρριγοι ἐπὶ βραχείῃ θέρμῃ καὶ ἀνώδυνοιAret.SD 1.14.3.