< ἀρριγέως
ἄρριγος >
ἀρρίγητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῑ-]
que no tiembla
,
impávido
τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ
AP
6.219.7 (Antip.Sid.).