< ἁρπεδών
ἅρπεζος >
ἄρπεζα
,
-ης, ἡ
seto
,
vallado de zarzas
κλώθοντος ἐν ἀρπέζῃσιν ἐρίνου
Nic.
Th
.647, cf. 393, Hsch.