< ἁρπεδονίζω
ἄρπεζα >
ἁρπεδών
,
-όνος, ἡ
hilo
προκάλυμμα ... ἀραχναίῃς εἴκελον ἁρπεδόσιν
AP
6.207 (Arch.), cf. I.
AI
3.156, Iul.
Gal
.135c
•
hilo
de un collar
Par.Vat
.61.